- προεικόνιζε
- προεικόνιζε , πρό-εἰκονίζωcopypres imperat act 2nd sgπροεικόνιζε , πρό-εἰκονίζωcopyimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεικονίζω — Μ 1. σχηματίζω εκ τών προτέρων την εικόνα προσώπου ή πράγματος, παριστάνω συμβολικά εκ τών προτέρων, απεικονίζω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («τὴν ἀναίμακτον θυσίαν... αὐτὸς ἀνέκαθεν προεικόνιζε», Γλυκ.) 2. προδιαγράφω, προαναγγέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek